τρομάσσω

τρομάσσω
ΝΜ
βλ. τρομάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… …   Dictionary of Greek

  • σιγοτρομώ — και σιγοτρομάσσω Ν τρέμω ελαφρά, φρίττω, ανατριχιάζω («δεν ηύρηκεν τη λυγερή κι όλος σιγοτρομάσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σιγοτρομώ < σιγά + τρομώ (< τρέμω), ενώ ο τ. σιγοτρομάσσω < σιγά + τρομάσσω, άλλος τ. τού τρομάζω] …   Dictionary of Greek

  • τρομάζω — ΝΜΑ, και τρομάσσω ΝΜ [τρόμος] 1. προκαλώ σε κάποιον αιφνίδιο και ζωηρό φόβο (α. «τήν τρομάζουν οι θόρυβοι τής νύχτας» β. «δεν μάς τρομάζουν οι απειλές» γ. «αὐτοὶ οἱ λίθοι αὐτὸν ἐτρόμαξαν», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) (με το να) προσπαθώ πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”